εγκριτικός

εγκριτικός
η , ό[ν]
1) одобряющий; 2) утверждающий, санкционирующий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εγκριτικός" в других словарях:

  • εγκριτικός — ή, ό αυτός που δίνει έγκριση ή επιδοκιμασία («εγκριτική απόφαση», «εγκριτικό σημείωμα») …   Dictionary of Greek

  • εγκριτικός — ή, ό 1. που εγκρίνεται, ο άξιος έγκρισης, παραδεκτός. 2. διακεκριμένος, διαπρεπής, επίλεκτος: Είναι έγκριτος γιατρός της πόλης μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιδοκιμαστικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην επιδοκιμασία, που γίνεται για επιδοκιμασία, εγκριτικός: Ακούστηκαν επιδοκιμαστικά σχόλια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»